- επαποστέλλω
- ἐπαποστέλλω (Α)1. αποστέλλω κατόπιν, στέλνω μετά από άλλον («ἐπαποστεῑλαι στρατηγὸν ἕτερον», Πολ.)2. στέλνω εναντίον κάποιου («ἐνίους δ' ἐπί τῶν ἀγρῶν... ἐπαποστέλλων ἐδολοφόνησε», Πολ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπαποστέλλω — ἐπί ἀποστέλλω send off aor subj act 1st sg ἐπί ἀποστέλλω send off pres subj act 1st sg ἐπί ἀποστέλλω send off pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԱՌԱՔԵՄ — (եցի.) NBH 1 0300 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 10c (ʼի ձայնէս աք. այաք. իբր յոտս հանել.) ἁποστέλλω, ἑξαποστέλλω , ἑπαποστέλλω, πέμπω mitto, dimitto եւն. Դնել զոք ʼի ճանապարհ. արձակել ʼի տեղի ուրուք. յղել զմարդիկ կամ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)